- σκληρίας
- σκληρίᾱς , σκληρίαhardnessfem acc plσκληρίᾱς , σκληρίαhardnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκληρίας — Αρχαίος Έλληνας ποιητής. Για το χρόνο που έζησε και το φιλολογικό είδος στο οποίο ανήκουν τα αποσπάσματα έργων του που σώθηκαν, δεν υπάρχει καμιά πληροφορία. Στο Ανθολόγιο του Στοβαίου καταχωρούνται δύο αποσπάσματα έργων του σε ιαμβικό τρίμετρο.… … Dictionary of Greek
σκληρίαση — η / σκληρίασις, άσεως, ΝΑ [σκληριάζω] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός σκληρίας, η εμφάνιση σκληρωμάτων αρχ. ιατρ. (κυρίως) η σκλήρυνση τών βλεφάρων … Dictionary of Greek